χωρισέπαλος

χωρισέπαλος
-η, -ο, Ν
βοτ. βλ. χωριστοσέπαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χωριστοσέπαλος — και χωρισέπαλος, η, ο, Ν βοτ. (για κάλυκα άνθους) αυτός τού οποίου τα σέπαλα είναι χωρισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριστός + σέπαλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”